σκιαγραφεῖ

σκιαγραφεῖ
σκιᾱγραφεῖ , σκιαγραφέω
paint with the shadows
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
σκιᾱγραφεῖ , σκιαγραφέω
paint with the shadows
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγράφει — σκιᾱγράφει , σκιαγραφέω paint with the shadows pres imperat act 2nd sg (attic epic) σκιᾱγράφει , σκιαγραφέω paint with the shadows imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …   Dictionary of Greek

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλσγουόρθι, Τζον — (John Galsworthy, Κουμπ, Σάρεϊ 1867 – Λονδίνο 1933). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του είναι αισθητή η επίδραση του γαλλικού νατουραλισμού και των Ρώσων πεζογράφων. Το πρώτο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε με το όνομά του …   Dictionary of Greek

  • διάμεσος κρίκος — Η μορφή από την οποία προέρχεται κατά την εξέλιξη ενός είδους ένα νέο είδος. Ονομάζεται και ενδιάμεση μορφή ή συνδετικός κρίκος. Ο δ.κ. συνδέει φυλογενετικά το νέο είδος με τον πρόγονό του, όπως αποδεικνύεται από ανατομικές, εμβρυολογικές,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”